φυλλοκάρδια

φυλλοκάρδια
τα, ΝΜ
τα βάθη τής καρδιάς, η έδρα τών πιο βαθιών συναισθημάτων
νεοελλ.
φρ. «τρέμουν τα φυλλοκάρδια μου» — είμαι συγκλονισμένος, έχω βαθύτατη ανησυχία, φοβάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο(ν) + καρδιά με αντίστροφη τη θέση τών συνθετικών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φυλλοκάρδια — τα τα φύλλα της καρδιάς, το βάθος της καρδιάς, τα πιο ενδόμυχα αισθήματα: Όσα έδωσαν φιλιά, τόσα μαχαίρια στου δυστυχή τα φυλλοκάρδια εμπήκαν (Δ. Σολωμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίλοβος — η και ος ο 1. αυτός που έχει δύο λοβούς («δίλοβος στόμαχος», «δίλοβο παράθυρο») 2. το θηλ. ως ουσ. η δίλοβος νυκτόβια ψυχή που ανήκει στα λεπιδόπτερα 3. φρ. «δίλοβα τής καρδίας» τα φυλλοκάρδια …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”