- φυλλοκάρδια
- τα, ΝΜτα βάθη τής καρδιάς, η έδρα τών πιο βαθιών συναισθημάτωννεοελλ.φρ. «τρέμουν τα φυλλοκάρδια μου» — είμαι συγκλονισμένος, έχω βαθύτατη ανησυχία, φοβάμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο(ν) + καρδιά με αντίστροφη τη θέση τών συνθετικών].
Dictionary of Greek. 2013.